Ερωτήσεις και Απαντήσεις για τη διαμεσολάβηση και τους διαμεσολαβούντες!

Τι είναι η Διαμεσολάβηση;

Η Διαμεσολάβηση είναι μια εναλλακτική μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στην οποία τα μέρη, με τη βοήθεια και συνδρομή του Διαμεσολαβητή, ενός τρίτου προς τα μέρη ουδέτερου προσώπου, διαπραγματεύονται προκειμένου να καταλήξουν σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική λύση της διαφοράς, χωρίς την ανάγκη να προσφύγουν σε μία χρονοβόρα και δαπανηρή δικαστική διαμάχη.

Θεσμικό Πλαίσιο

Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης εισήχθη στην Ελλάδα με το Νόμο 3898/2010 – “Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις” κατ’ εφαρμογή της “Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008” για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 4Β του Νομου 3898/2010: «Ως Διαμεσολάβηση νοείται η διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία της διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή».

Ποιο είναι το πεδίο εφαρμογής της;

Με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου με συμφωνία των μερών, αν αυτά έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς (άρθρο 2 του νόμου 3898/2010). Διαφορές που μπορούν να υπαχθούν σε διαμεσολάβηση είναι οι αστικές διαφορές και εμπορικές διαφορές, δηλαδή, ενδεικτικά, οι οικογενειακές διαφορές, οι διαφορές οροφοκτησίας, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, οι υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, οι διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και χρηστών.

Πόσο διαρκεί;

Η πείρα, από την πρακτική της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παραπέμπει σε διαδικασία με μέσο όρο διάρκειας συνήθως 8 ωρών, εντός της ίδιας ημέρας. Δεν υπάρχει ρητός χρονικός περιορισμός ή εν γένει πρόβλεψη για την διάρκεια της διαδικασίας (μόνη εξαίρεση, άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3898/2010, όπου προβλέπεται πάντως η δυνατότητα διαφορετικής συμφωνίας των μερών).

Γιατί να την επιλέξω;

α) Ταχύτητα: Η πείρα, από την πρακτική της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παραπέμπει σε διαδικασία με μέσο όρο διάρκειας 8 ώρες, εντός της ίδιας ημέρας. Δεν υπάρχει ρητός χρονικός περιορισμός ή εν γένει πρόβλεψη για την διάρκεια της διαδικασίας (μόνη εξαίρεση, άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3898/2010).

β) Εκούσια υπαγωγή: Τα μέρη «…επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή» (άρθρο 4 εδ. β΄ Ν. 3898/2010).

γ) Αμεροληψία: Ο διαμεσολαβητής είναι τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους και συνεπώς είναι ουδέτερος/αμερόληπτος προς τη διένεξη και τα μέρη. «Ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο σε σχέση με τους διαδίκους πρόσωπο, από το οποίο ζητείται να αναλάβει διαμεσολάβηση με κατάλληλο αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο» (άρθρο 4 εδ. γ΄ Ν. 3898/2010). «Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της επιλογής τους» (άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 3898/2010).

«Ο διαμεσολαβητής ενεργεί και πρέπει και προς οποιονδήποτε τρίτο να δίνει την εντύπωση ότι ενεργεί σε μόνιμη βάση με αμεροληψία έναντι των μερών και μεριμνά για την ισότιμη εξυπηρέτηση όλων των μερών στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης.» (άρθρο 2 παρ. 2 Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών – Υ.Α. 109088/2011)

δ) Εμπιστευτικότητα: «Η διαδικασία έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά. Ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί και συναντάται με καθένα από τα μέρη. Πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις επαφές αυτές με το ένα μέρος δεν κοινολογούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του » (άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 3898/2010). «Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας» (άρθρο 10 Ν. 3898/2010).

Τι είναι ο διαμεσολαβητής;

O Διαμεσολαβητής είναι ένας ανεξάρτητος μεσολαβητής, με ειδική κατάρτιση, διαπιστευμένος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο οποίος βοηθά τα συμβαλλόμενα μέρη στην επίτευξη μιας αμοιβαία ικανοποιητικής συμφωνίας.

Ο Διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση, δεν επιβάλλει λύση. Ο ρόλος του είναι να βοηθήσει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ώστε να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία.

Πώς μπορώ να γίνω Διαμεσολαβητής;

H εκπαίδευση των διαμεσολαβητών, γίνεται από φορείς κατάρτισης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον Δικηγορικός Σύλλογος και ένα τουλάχιστον από τα επιμελητήρια της Χώρας. Ήδη σήμερα έχουν αδειοδοτηθεί από το Υ.Δ.Δ.Α.Δ. και λειτουργούν τέσσερις φορείς κατάρτισης διαμεσολαβητών, το Κέντρο Διαμεσολάβησης Πειραιώς, το Αθηναϊκό Κέντρο Κατάρτισης και Εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών «Προμηθέας», το Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Θεσσαλονίκης και το Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Λάρισας.

Στόχος και ευθύνη των φορέων κατάρτισης είναι η εκπαίδευση των υποψηφίων Διαμεσολαβητών στις αρχές, στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, στις δεξιότητες των Διαμεσολαβητών και στις λοιπές ενότητες του προβλεπόμενου από το Π.Δ. 123/2011 προγράμματος κατάρτισης. Ειδικότερα, οι εκπαιδευόμενοι αποκτούν τη θεωρητική αντίληψη στην οποία στηρίζεται η Διαμεσολάβηση και το βιωματικό πρακτικό υπόβαθρο που έχουν ανάγκη προκειμένου να επιτύχουν στις εξετάσεις.

Τα προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών που εφαρμόζονται από τους Φορείς Κατάρτισης Διαμεσολαβητών, απαρτίζονται από τα εξής:

ΘΕΩΡΙΑ: Εισαγωγή και Γενικές Αρχές της Διαμεσολάβησης, εξέλιξη της διαδικασίας, τεχνικές διαπραγμάτευσης και επικοινωνίας, ανάλυση συγκρούσεων, κατανόηση διαφορών και συγκρούσεων, δίκαιο Διαμεσολάβησης, νομικό πλαίσιο, δεοντολογία, εμπιστευτικότητα, θεωρία της Προσωπικότητας, αρχές ατομικής και ομαδικής ψυχολογίας, κατανόηση του ρόλου του Διαμεσολαβητή

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ: Πρακτική επί των τεχνικών και των δεξιοτήτων, παιχνίδια ρόλων, προσομοιώσεις, ομαδικές ασκήσεις, υποθέσεις εργασίας.

AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ: Προφορικές ή/και γραπτές εξετάσεις.

Η διαπίστευση των εκπαιδευθέντων διαμεσολαβητών γίνεται κατόπιν εξετάσεων ενώπιον της Επιτροπής Εξετάσεων του Υ.Δ.Δ.Α.Δ..

Όλες οι προϋποθέσεις για την παρακολούθηση σεμιναρίων κατάρτισης Διαμεσολαβητών και συμμετοχής στις εξετάσεις διαπίστευσης Διαμεσολαβητών περιγράφονται στο άρθρο 6 του Π.Δ. 123/2011.
Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να στείλουν το ερώτημά τους στο diamesolavisi@justice.gov.gr ή να απευθυνθούν στους αρμόδιους Φορείς Κατάρτισης Διαμεσολαβητών.

Ποια η ισχύς της συμφωνίας;

Όταν η διαδικασία καταλήξει σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, ο Διαμεσολαβητής την αποτυπώνει εγγράφως -και αφού την υπογράψουν και τα δύο μέρη- με επιμέλεια οποιουδήποτε από τα μέρη το πρακτικό κατατίθεται στο πρωτοδικείο της περιοχής όπου έγινε η Διαμεσολάβηση. Έτσι, η συμφωνία αυτή μετατρέπεται άμεσα σε Εκτελεστό Τίτλο. Αυτό αποτελεί ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης σε σχέση με τους άλλους τρόπους επίλυσης διαφορών (δικαστήρια, διαιτησία).

Με τον νόμο Ν. 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (2008/52/ΕΚ) ορίζεται ότι: «Ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης » (αρ. 9 παρ.1). «Το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Το πρωτότυπο αυτού κατατίθεται στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση. »(αρ. 9 παρ.2). «Από την κατάθεση στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παραγραφος 2 εδάφιο γ’ΚΠολΔ » (αρ. 9 παρ.1).

Τι είναι η σχολική διαμεσολάβηση;

H σχολική διαμεσολάβηση, ως μέθοδος και πρακτική ειρηνικής επίλυσης της σύγκρουσης, περιλαμβάνεται στο πλαίσιο των στρατηγικών αντι-βίας που αναπτύσσονται από το ίδιο το σχολείο, τη σχολική κοινότητα και την τοπική κοινωνία. Προϋποθέτει τη λειτουργική σχέση μεταξύ σχολείου και κοινότητας, όπως επίσης την ενεργή δράση όλων των παραγόντων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παρότι η διαμεσολάβηση ως μέθοδος επίλυσης των συγκρούσεων είναι μία μακρόχρονη πρακτική που χάνεται στο βάθος των αιώνων και των απλών κοινωνιών, ωστόσο, ως αυστηρή και δομημένη διαδικασία με στόχο την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των διαφωνούντων μερών, εντάσσεται στο πλαίσιο της αποκαταστατικής ή επανορθωτικής δικαιοσύνης. Η σχολική διαμεσολάβηση αυξάνει το αίσθημα ασφάλειας στο σχολείο, προσφέρει αίσθηση ηρεμίας στο σχολικό χώρο και βελτιώνει το σχολικό κλίμα και τις αναπαραστάσεις του σχολικού πληθυσμού γι’ αυτό. Τα προγράμματα σχολικής διαμεσολάβησης αποτελούν μία αποτελεσματική μορφή επίλυσης των συγκρούσεων, ως από κοινού προσπάθεια όλου του σχολείου, ενδυναμώνοντας το ρόλο του μαθητή και του σχολικού ήθους, διδάσκοντας στους μαθητές τις αρχές της δημοκρατικής συμμετοχής και του ενεργού πολίτη και, τέλος, δημιουργώντας δομές όπου οι μαθητές μπορούν υπεύθυνα να εκφράσουν αισθήματα ισχύος και ελέγχου.

Γνωρίσματα της Σχολικής Διαμεσολάβησης

Ο Οργανισμός για την Επίλυση των Συγκρούσεων (Association for Conflict Resolution) ορίζει τις εξής κατευθυντήριες γραμμές, που διέπουν την διαδικασίας της Διαμεσολάβησης.

Α. Η αυτόβουλη συμμετοχή: Οι συμμετέχοντες παρίστανται στη διαδικασία εθελοντικά και πρόθυμα. Κάνουν τις επιλογές τους και παίρνουν αποφάσεις για τους εαυτούς τους, χωρίς πίεση από τους διαμεσολαβητές, το προσωπικό του σχολείου ή άλλα τρίτα πρόσωπα.

Β. Η αμεροληψία: Ο διαμεσολαβητής πάντοτε λειτουργεί με αμερόληπτο τρόπο. Αποφεύγει τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τις προτιμήσεις που ευνοούν οποιονδήποτε από τους διαφωνούντες. Παράλληλα ενθαρρύνει τους διαφωνούντες να συμπεριφέρονται επίσης αμεροληπτικά. Σε περίπτωση που αδυνατεί να συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο, πρέπει να αποσυρθεί από την υπόθεση.

Γ. Η αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων: Ο διαμεσολαβητής αποφεύγει την ανάληψη υποθέσεων όταν: α) συνδέεται με προσωπική σχέση με κάποιον από τους διαφωνούντες (π.χ. φίλοι, συγγενείς) ή β) η σύγκρουση προκαλεί μία κατάσταση μεροληψίας.

Δ. Η αυτοπεποίθηση: Οι διαμεσολαβητές λειτουργούν με αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στις ικανότητες, τις δεξιότητες και τις γνώσεις τους. Διαχωρίζουν το ρόλο τους από άλλους ηγετικούς ρόλους που κατέχουν. Αν οποιαδήποτε στιγμή, πριν ή τα κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, αντιληφθούν ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στη διαδικασία για οποιονδήποτε λόγο, οφείλουν να διακόψουν τη διαδικασία και να παραπέμψουν τους διαφωνούντες σε άλλο διαμεσολαβητή.

Ε. Η εχεμύθεια – εμπιστευτικότητα: Ο διαμεσολαβητής είναι δεσμευμένος να τηρήσει εμπιστευτικά ό,τι λέγεται, γίνεται και γράφεται κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που ορίζει η πολιτική τους σχολείου ή που έχουν συμφωνηθεί με τους διαφωνούντες. Γι’ αυτό, οφείλει να εξηγεί την αρχή της εχεμύθειας και τις εξαιρέσεις της κατά την έναρξη κάθε συνεδρίας.

ΣΤ. Η ποιότητα της διαδικασίας: Ο διαμεσολαβητής οφείλει να διαχειρίζεται τη διαδικασία με ισότητα, σεβασμό, ειλικρίνεια μεταξύ των διαφωνούντων, καθώς και μεταξύ αυτών και του ιδίου, διατηρώντας τις αρχές της διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση που οι αρχές αυτές παραβιαστούν (από τους διαφωνούντες) πρέπει να επισημάνει στους συμμετέχοντες την ανάγκη τήρησής τους, ειδάλλως να διακόψει την διαδικασία, ή και να συμβουλευτεί τον συντονιστή του προγράμματος.

Ζ. Διαφήμιση και προώθηση: Το πρόγραμμα πρέπει να διαφημίζεται και να προωθείται από τους διαμεσολαβητές και τους συντονιστές. Οι διαμεσολαβητές δε θα πρέπει να χρησιμοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες από προηγούμενες συνεδρίες χωρίς την άδεια των συμμετεχόντων.

Η. Προαγωγή της πρακτικής της διαμεσολάβησης: Οι διαμεσολαβητές θα πρέπει να λειτουργήσουν με τρόπο που θα αναβαθμίζει τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, και με σεβασμό στις διάφορες πτυχές και οπτικές του πεδίου της διαμεσολάβησης, ανταλλάσσοντας τις εμπειρίες τους με άλλους διαμεσολαβητές μέσω των δικτύων διαμεσολάβησης, με στόχο τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών τους.

Τι είναι η οικογενειακή διαμεσολάβηση;

Δεν υπάρχει ίσως πιο πειστικό και γλαφυρό επιχείρημα υπέρ της εισαγωγής της Οικογενειακής Διαμεσολάβησης από την ακόλουθη ιστορία που αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο συνηθισμένα case studies στην εκπαίδευση της διαμεσολάβησης:

Κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δύο γονείς κατέφυγαν στο Δικαστήριο για τη ρύθμιση της επιμέλειας του μικρού τους γιου. Όταν στάθηκαν μπροστά στο δικαστή, εκείνος τους κοίταξε και ρώτησε καθέναν ξεχωριστά αν αγαπά το παιδί του. Η απάντηση και των δύο, αυτόματη, αυτονόητη. Σχεδόν προσβεβλημένοι, και οι δύο γονείς διαβεβαίωσαν τον αυστηρό Δικαστή, ότι λατρεύουν το σπλάχνο τους και πως θα έκαναν τα πάντα για το καλό του. Τότε ο Δικαστής τους αποκρίθηκε: «Ε λοιπόν, ξέρετε κάτι; Εγώ το παιδί σας δεν το αγαπώ! Και πώς θα μπορούσα άραγε να το αγαπώ; Δεν το ξέρω καν, πρώτη μου φορά το βλέπω σήμερα μπροστά μου. Κι όμως! Ήρθατε σε μένα για να αποφασίσω τί θα κάνετε με το ίδιο σας το παιδί!» Οι γονείς σάστισαν. Ο δικαστής συνέχισε να τους κοιτάζει.

Η υπόθεση λύθηκε με Διαμεσολάβηση…

Από την εισήγηση της Ομότιμης Καθηγήτριας Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κας Θεωφανούς Παπαζήση.

Η ταχύτητα των σύγχρονων σχέσεων και η βραδύτητα της απονομής δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με το άκαπτο και αρκετά τυπολογικό δικονομικό σύστημα έδωσαν αφορμή σε όλο τον κόσμο σε αναζήτηση άλλων εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών. Η Διαμεσολάβηση στις υποθέσεις Οικογενειακού Δικαίου είναι ουσιώδους σημασίας και μπορεί να έχει άμεσα και ουσιαστικά αποτελέσματα, διότι ερευνά την υπόθεση στην ουσία των πραγματικών περιστατικών. Οι μεταξύ των συζύγων σχέσεις αποτελούν τυπικό παράδειγμα σχέσεων επιδεκτικών Διαμεσολάβησης. Χαρακτηριστικό είναι, ότι ο νομοθέτης του Ν 1329/1983 δεν προέκρινε την επίλυση των διαφωνιών των συζύγων από το δικαστήριο, με το σκεπτικό ότι, αν ο γάμος σε κρίση έχει μία πιθανότητα να την ξεπεράσει, αυτή δεν είναι σίγουρα η επίλυση της διαφοράς από το δικαστήριο. Οι σύζυγοι σε κρίση έχουν προβλήματα από τη διαταραχή της διαπροσωπικής, και όχι τόσο της έννομης σχέσης τους, η οποία σύρεται σε κρίση από την πρώτη. Η αντιδικία στις περιουσιακές σχέσεις είναι το μέσο πίεσης ή εκδίκησης για την αποτυχία της προσωπικής. Από τις οικογενειακές σχέσεις που έχουν επίσης μεγάλη ανάγκη Διαμεσολάβησης είναι αυτές που αφορούν τα τέκνα. Τόσο οι σχέσεις γονέων-τέκνων, που συχνά είναι οδυνηρές, όσο και η άσκηση της επιμέλειας, ή κυρίως της καθημερινής φροντίδας και του δικαιώματος επικοινωνίας, θα μπορούν να επιλυθούν πολύ ομαλότερα και περισσότερο ουσιαστικά και ειρηνικά για χάρη των παιδιών.

Οι ιστορικές ρίζες της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα

Η διαμεσολάβηση είναι μία διαδικασία παλαιά όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, με τη συνύπαρξη και με τη λειτουργία των ανθρωπίνων κοινωνιών και τα προβλήματα που ανακύπτουν σε αυτές. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατό να αποδώσει κάποιος με απόλυτη βεβαιότητα την πατρότητά της σε ένα και μόνο λαό, σε μία εποχή και σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Διέπεται, ωστόσο, από μία βαθειά ελληνικότητα γιατί εφαρμόζεται στην Ελλάδα εδώ και αιώνες, με διαφορετικούς τρόπους. Η συμβιβαστική επίλυση και η διαιτησία συνυπάρχουν στην Ελλάδα αρμονικά και συμπληρωματικά εδώ και αιώνες.

Ειδική μνεία αναλογεί στην Κρήτη που αποτέλεσε την ιστορική γέφυρα αδιάλειπτης εφαρμογής συμβιβαστικών διαδικασιών επίλυσης διαφορών από το 13ο αιώνα μ.Χ.

Μινωική (2600 -1450 π.Χ.) και Αρχαϊκή περίοδος (800-459 π.Χ.)

Ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η απονομή Δικαιοσύνης από πρόσωπα κύρους ξεκίνησε στην Ελλάδα ήδη από τις πρώτες προϊστορικές περιόδους. Ο Στράβων, ο Διόδωρος και ο Οίκκιος αναφέρουν ότι, ήδη από τη Μινωική εποχή, στην Κρήτη υπήρχε δίκαιο και έθιμα, τα οποία αποδίδονταν στο βασιλιά Μίνωα, τα οποία συνεχίστηκαν να εφαρμόζονται πολύ μετά την κατάργηση της μοναρχίας. Ο Μίνωας αναφέρεται σε πολλές πηγές ως βασιλιάς, δικαστής και νομοθέτης. Άλλοτε έκρινε ο ίδιος και άλλοτε έστελνε για το σκοπό αυτό τον αδελφό του Ραδάμανθυ, ως επόπτη του για την απονομή Δικαιοσύνης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια.

Στην Αρχαϊκή εποχή υπήρχαν διαιτητές και συμβιβαστές. Ο συμβιβαστής πρότεινε στα μέρη συμβιβαστικές λύσεις και ο διαιτητής (αιρετός κριτής ή αιρετοκριτής) έκρινε την υπόθεσή τους και εξέδιδε απόφαση.

Παρόλο που ο ρόλος τους ήταν διαφορετικός, με κριτήριο την έκδοση απόφασης ή μη, δεν φαινόταν αυτό να απασχολεί τα μέρη που επικεντρώνονταν στο κοινό αποτέλεσμα των ενεργειών τους, δηλαδή στην επίλυση της διαφοράς τους. Την εποχή εκείνη, διαιτησία και συμβιβασμός συχνά συγχέονταν και ταυτίζονταν ή διαφοροποιούντο μόνο αμυδρά, σε αντίθεση με τη σημερινή σαφή διαφοροποίησή τους.

Κλασσική περίοδος (459-323 π.Χ.)

Η πρακτική της χρήσης θεράπων, δηλαδή υπηρετών, κατά την Κλασσική περίοδο είναι γνωστή και έχει τύχει επίκλησης από Διαμεσολαβητές στην αρθρογραφία τους. Η πρακτική της διακριτικής μεταφοράς, από τρίτο, των προτάσεων και των αντιπροτάσεων μεταξύ μερών μίας διαφοράς, που διαπραγματεύονταν τη λύση της, είχε ως σκοπό τη μη δημοσιοποίηση της διαφοράς τους που θα έβλαπτε την κοινωνική τους εικόνα και τα κοινά συμφέροντά τους, φέρνοντάς τα στο δημόσιο προσκήνιο, δεδομένου ότι τα ακροατήρια των δικαστηρίων ήταν δημόσια.

Χριστιανική Εκκλησία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο στη Ελλάδα (146 π.Χ. και έκτοτε)

Οι Απόστολοι, στις επιστολές τους προς τις Εκκλησίες των απανταχού χριστιανικών κοινοτήτων, κάνουν αναφορά στην επίλυση των διαφορών μεταξύ Χριστιανών, για την οποία μόνοι κατάλληλοι θεωρούνται άλλοι Χριστιανοί, μέλη της ίδια Εκκλησίας, που θα λειτουργήσουν ως κριτές της διαφοράς.

Βυζαντινή περίοδος

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο διαπιστώνεται εκ νέου η συνύπαρξη των θεσμών του Συμβιβασμού και της Διαιτησίας, επονομαζόμενων amicabilis compositio και αιρετοκρισία αντίστοιχα. Η Βυζαντινή Εξάβιβλος διέκρινε ρητά ότι ο αιρετός κριτής εξέδιδε δεσμευτική απόφαση και ότι ο συμβιβαστής συμβούλευε τα μέρη για την επίλυση της διαφοράς τους με συμφωνία.

Μεταβυζαντινή Ελλάδα στα ενετοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας

Στα ενετοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας, όπως η Κρήτη (1211-1645/1669) και τα Επτάνησα (1485-1797), συντάσσονταν συχνά συμφωνητικά συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών που, αναλόγως της διαδικασίας με την οποία είχαν επιτευχθεί και του περιεχομένου τους, χαρακτηρίζονταν άλλοτε έγγραφα συμφιλίωσης οικογενειών, άλλοτε ινστρουμέντια της αγάπης.

Ορεινή Κρήτη: Ο σασμός, ως διαδικασία υποβοηθούμενης συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών

Ο σασμός είναι η διαδικασία στην οποία, μετά από τη γένεση μίας διαφοράς, ένα πρόσωπο κύρους και κοινωνικής επιρροής, ο σάστης, παρεμβαίνει προς το θύτη και το θύμα, ασκώνας πίεση για να βρουν μία συμβιβαστική λύση. Σκοπός όλων είναι η μη κλιμάκωση της διαφοράς και η ειρηνική συμβιβαστική διευθέτησή της.

 

Πηγή: nextdeal