Η επιδίκαση ή μη του ΦΠΑ επί υλικών ζημιών σε τροχαία ατυχήματα όταν αυτές δεν έχουν επισκευασθεί

Λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας αναζητούν έννομη προστασία απαιτώντας αποζημίωση για τις υλικές ζημίες του αυτοκινήτου τους, χωρίς στο μεταξύ να έχουν επισκευάσει το όχημά τους· αναμένουν δηλαδή την είσπραξη της αποζημίωσής τους για να προχωρήσουν στην αποκατάστασή της.

Στην πράξη η επίκληση και περιγραφή των ένδικων αξιώσεων (ζημιών) στηρίζεται σε έγγραφη βεβαίωση/προσφορά του συνεργείου που θα αναλάβει την επισκευή, όπου συμπεριλαμβάνεται και ο αναλογών ΦΠΑ. Όμως κατά τη νομολογία η αξίωση για το κονδύλιο του ΦΠΑ επί των ανταλλακτικών και εργασιών είναι συνήθως απορριπτέα – ως αβάσιμη – με το σκεπτικό ότι «αν ο ενάγων προεισέπραττε το ποσό του Φ.Π.Α. που δεν οφείλεται θα καθίστατο αδικαιολόγητα πλουσιότερος», βλ. ενδεικτικά Μον.Πρ.Αθ. 989/ 2017, Τραπ. Νομ Πληρ. ΕΣυγκΔ, απ’ όπου το απόσπασμα· ΕφAθ 371/1997· ΕφΛαρ 338/ 2001, ΝΟΜΟΣ. Μια πρώτη ιδιαιτερότητα του ζητήματος εντοπίζεται στο ότι η συρρίκνωση των αξιών των αυτοκινήτων τα τελευταία χρόνια οδηγεί μεν την πλειονότητα των υποθέσεων των υλικών ζημιών ενώπιον των Ειρηνοδικείων, ωστόσο η απορριπτομένη αξίωση του ΦΠΑ δεν επαναφέρεται μετά την επισκευή του αυτοκινήτου με νέα (δεύτερη) αγωγή, λόγω του δυσανάλογου κόστους αυτής σε σχέση με το ποσό της αξίωσης του ΦΠΑ. Η απόρριψη του κονδυλίου του ΦΠΑ βέβαια ούτε τις δυσχέρειες, που προκαλεί στον παθόντα, απαλύνει, ούτε το ενδιαφέρον μας για τα νομικά ζητήματα, που προκαλούνται, μειώνει. Όμως το κονδύλιο της αξίωσης για τον ΦΠΑ που δεν καταβλήθηκε, αλλά θα καταβληθεί μελλοντικά για την αγορά των ανταλλακτικών και την παροχή υπηρεσιών των τεχνιτών, δεν είναι αβάσιμο, κατά την ανάλυση που επιχειρείται παρακάτω.

Ι. Η τύχη του ΦΠΑ όταν η ζημία δεν έχει επισκευαστεί.

Κατ’ αρχήν να σημειωθεί ότι με την 914 ΑΚ ο νομοθέτης επιτάσσει ως «κύριο περιεχόμενο της αδικοπρακτικής ευθύνης την υποχρέωση προς καταβολή αποζημίωσης. Με την αποζημίωση αυτή αποκαθίσταται ολόκληρη η (περιουσιακή) ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με το ζημιογόνο γεγονός, έχοντας ως σκοπό να επανέλθει ο ζημιωθείς στην κατάσταση που θα βρισκόταν αν δεν είχε λάβει χώρα η ζημιογόνος συμπεριφορά του δράστη.»

. Δηλαδή «υποχρέωση προς αποζημίωση σημαίνει υποχρέωση αποκαταστάσεως όλης της ζημίας. Επομένως, εφόσον δεν προκύπτει από το νόμο κάτι διαφορετικό στη συγκεκριμένη περίπτωση, ισχύει ο κανόνας της αποκαταστάσεως της ζημίας σε όλη της την έκταση.

Περιορισμό στην έκταση της αποζημιώσεως εισάγει ο νόμος (πέραν των άλλων) και όταν προβλέπει εύλογη αποζημίωση.». Νοείται δε ως ζημία η θετική και αποθετική (διαφυγόν κέρδος), η άμεση και έμμεση, η ενεστώσα και μέλλουσα, η περιουσιακή και ηθική. Όμως ο κανόνας του 914 ΑΚ δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις παράνομης πράξης, αλλά εισάγει γενική ρήτρα αδικοπρακτικής ευθύνης «κατά τρόπο γενικό και ενιαίο (ΑΚ 914, 919), δηλαδή με κανόνες που περιέχουν αόριστες νομικές έννοιες (παρανομία, υπαιτιότητα κ.λπ.)».

Δηλαδή το 914 ΑΚ «παραπέμπει στο σύνολο της νομοθεσίας. Με την έννοια αυτή η διάταξη αποτελεί ‘λευκό’ κανόνα δικαίου». Από την άλλη πλευρά, η ζημία, όπως φέρεται προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι μεν γεγενημένη κατά το χρόνο του ατυχήματος, ωστόσο, λόγω της μη αποκατάστασής της κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, κατά το κριτήριο του χρόνου ενέχει θέση μέλλουσας ζημίας: «μέλλουσα είναι η ζημία που προβλέπεται ότι θα επέλθει στο μέλλον και η έκτασή της μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων…

Ο δε προσδιορισμός της μέλλουσας ζημίας είναι δύσκολος και αποτελεί θέμα αποδείξεως. Είναι αναγκαίο να τρέξει κανείς σε μια υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Κατά την ορθότερη άποψη ο προσδιορισμός της εκτάσεως της μέλλουσας ζημίας θα γίνει κατά πιθανολόγηση με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της συνήθους πορείας των πραγμάτων.»

 Ωστόσο, με βάση τα προεκτεθέντα, «για να θεμελιωθεί αξίωση αποζημιώσεως δεν είναι απαραίτητο σε περίπτωση βλάβης σε πράγματα να αποκατασταθεί προηγουμένως η ζημία, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο να γίνει επισκευή του αυτοκινήτου που εβλάβη.

Ο ιδιοκτήτης του μπορεί να αφήσει τις ζημίες χωρίς αποκατάσταση ή μπορεί να το πουλήσει σε τρίτο ανεπισκεύαστο. Η περιουσία του συνεπεία του βλαπτικού γεγονότος ήδη μειώθηκε. Δεν αποφεύγεται όμως η σύνδεση με την αναγκαίως απαιτούμενη δαπάνη αποκαταστάσεως. Η ύπαρξη ζημίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως

Κατά συνέπεια η ζημία στο σύνολό της – άρα και ο ΦΠΑ – είναι ήδη γεγενημένη άμα τη επελεύσει του ενδίκου ατυχήματος. Η δε αγωγή, με την οποία ο παθών αξιώνει την καταβολή της ζημίας του πριν από την αποκατάστασή της, είναι νόμιμη, στηριζόμενη βασικά στα άρθρα 914, 297, 298 ΑΚ και 10 παρ. 1 του ν. 489/1976 (κατά του ασφαλιστή). Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, η στάση της κρατούσας νομολογίας, η οποία απορρίπτει το εν λόγω κονδύλιο ως αβάσιμο επειδή δεν έχει καταβληθεί, κατά το προεκτεθέν σκεπτικό, είναι τουλάχιστον προβληματική ως προς τη θεμελίωσή της.

Και τούτο διότι, εάν το δικαστήριο κρίνει ως ουσία βάσιμη την αξίωση, που συνήθως αποδεικνύεται από μαρτυρική κατάθεση συνεπικουρούμενη από τις βεβαιώσεις του εμπόρου ανταλλακτικών και του τεχνίτη που θα αναλάβουν την επισκευή του αυτοκινήτου, τότε θα πρέπει να επιδικάσει το ποσό της ζημίας συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ διότι μέρος της προκληθείσης ζημίας αποτελεί και το ποσό αυτό.

Η αντίθετη και εσφαλμένη κατά τη γνώμη μας προεκτεθείσα θέση της νομολογίας, προσκρούει στον ίδιο το νόμο (914 ΑΚ), που απαιτεί η αποζημίωση να είναι πλήρης. Αξίζει να σημειωθεί πως η νομολογία μας, στο σύνολό της, για τον υπολογισμό της αξίας ενός οχήματος – επί ολικής καταστροφής – και προκειμένου να αποφανθεί περί του εάν το κόστος επισκευής του υπερβαίνει ή όχι την προ του ατυχήματος αξία αυτού, ορθά λαμβάνει υπ’ όψιν της, ως συνολική ζημία, το άθροισμα της αξίας των ανταλλακτικών και εργασιών που θα απαιτηθούν, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ[10]· αρνείται ωστόσο να τον επιδικάσει, όταν ο ενάγων αξιώνει αποζημίωση για ζημία η οποία δεν έχει ακόμη επισκευαστεί!

Έτσι λοιπόν ορθά η ΕφΑθ 5897/2005, ΣΕΣυγΔ 2006/157, δέχθηκε ότι στην επιδικαστέα αποζημίωση «συμπεριλαμβάνεται και ο Φ.Π.Α, (καίτοι δεν αγοράστηκαν τα ανταλλακτικά και δεν έλαβαν χώρα οι εργασίες επισκευής), καθόσον η θετική ζημία του ιδιοκτήτη στην περίπτωση αυτή συνίσταται στο ποσό της δαπάνης που απαιτείται για την αποκατάσταση των ζημιών του αυτοκινήτου και την επαναφορά αυτού στην πριν από το ατύχημα κατάσταση· γεννάται δε η ζημία αυτή αμέσως μετά την προσβολή του αυτοκινήτου, το εάν όμως αυτή θα αποκατασταθεί αποτελεί δικαίωμα του ιδιοκτήτη.»

. Μάλιστα η ΕφΑθ 4580/2006, ΝΟΜΟΣ, δεχόμενη επίσης την επιδίκαση του ΦΠΑ, προχωρά ακόμη παραπέρα: «η απαίτηση της εκκαλούσας να αφαιρεθεί ο ΦΠΑ από το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει με τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων επιδιώκει να τον καρπωθεί ο ίδιος, έχει στόχο, είτε να του στερήσει το δικαίωμα να επισκευάσει το αυτοκίνητό του, καθώς (εφόσον το αίτημά της ήδη γίνει δεκτό) δεν θα επαρκούν τα χρήματα που θα του επιδικασθούν για να αγοράσει ανταλλακτικά και να πληρώσει τις εργασίες που θα γίνουν, είτε να τον τιμωρήσει να πληρώσει ο ίδιος τον ΦΠΑ, ή τέλος, να τον παρακινήσει ώστε να μην πληρωθεί ο ΦΠΑ που θα οφείλεται.», βλ. 3η σελ. αυτής. Σε κάθε περίπτωση στο εξεταζόμενο ζήτημα η νομολογία αποκαλύπτει την παράδοξη στάση που η ίδια τηρεί στις ομοειδείς αξιώσεις για μελλοντικές, εξίσου προβλεπτές και αποτιμητές σε κόστος, ιατρικές επεμβάσεις (ορθοπεδικής, πλαστικής ή οδοντιατρικής φύσης τοιαύτες, οι οποίες κατά το χρόνο της συζήτησης δεν έχουν ακόμα πραγματοποιηθεί), συμπεριλαμβάνοντας στην επιδίκαση τα ποσά του αναλογούντος ΦΠΑ (νοσηλευτηρίων, φαρμάκων, υλικών κλπ). Όμως γιατί, κατά την άποψη αυτήν, να επιδικάζονται ως νόμιμες οι προεκτεθείσες απαιτήσεις και το ίδιο αίτημα να είναι μη επιδικαστέο, ως αβάσιμο, όταν αφορά σε αξιώσεις υλικών ζημιών; Άραγε η επιδίκαση αποζημίωσης χωρίς τον ΦΠΑ της δεν αποτελεί μια έμμεση μεν αλλά σαφή προτροπή σε φοροδιαφυγή; Στις απορίες αυτές δεν βρίσκουμε κάποια πειστική εξήγηση.

Η τύχη του ΦΠΑ όταν ο ζημιωθείς είναι επιτηδευματίας υπόχρεος σε απόδοση ΦΠΑ

Εξ ίσου προβληματικές είναι και οι σκέψεις της εκδοθείσας με αριθμό 8824/2014 ΕιρΘεσ, ΝΟΜΟΣ, απόφασης, η οποία δεν επεδίκασε τον ΦΠΑ της ζημίας επειδή το ενάγων, νομικό πρόσωπο, είναι υπόχρεο σε απόδοση ΦΠΑ, οπότε δικαιούται να συμψηφίσει το ποσό αυτό, που αφορά στη ζημία του, με τον ΦΠΑ που οφείλει να αποδώσει από την επαγγελματική του δραστηριότητα, βάσει των περιοδικών του δηλώσεων απόδοσης ΦΠΑ.

Το ζήτημα που ανακύπτει εδώ είναι περισσότερο ακανθώδες και σύνθετο σε σχέση με το προηγούμενο, όπως αναλύεται παρακάτω. Κατ’ αρχήν σημειώνουμε ότι το όλο ζήτημα αφορά στον προσδιορισμό της έκτασης της ζημίας που ο υπαίτιος έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει κατά τον «λευκό κανόνα» του 931 ΑΚ. Διότι «Από το ζημιογόνο γεγονός μπορεί να προκύπτουν πραγματικά περιστατικά, τα οποία βάσει διατάξεων νόμου αποτελούν λόγο κτήσεως ορισμένων ωφελειών από το ζημιωθέντα. Και εδώ κρίσιμο θα είναι, αν στο πνεύμα των διατάξεων αυτών ανταποκρίνεται να διατηρήσει ο ζημιωθείς σωρευτικά την ωφέλεια και την αποζημίωση ή όχι.».

Έτσι, «για τον προσδιορισμό της ζημίας εφαρμόζονται οι ΑΚ 298 – 300, που αποτελούν νομοθετική ύλη του γενικού μέρους του Ενοχικού Δικαίου.». Ο συνυπολογισμός ζημίας οφέλους αποτελεί γενική εφαρμοστέα αρχή, που διέπει το δίκαιο της αποζημιώσεως, καθορίζοντας την έκταση αυτής ώστε «να αποκατασταθεί πλήρης αλλά και μόνη η ζημία του ζημιωθέντος, άρα όχι να πλουτίσει αυτός. … Σωστά λοιπόν η κρατούσα γνώμη δέχεται ότι ο συνυπολογισμός αποτελεί τον κανόνα. Αυτό είναι η συνέπεια της θεωρίας της διαφοράς για την ανεύρεση της πραγματικής ζημίας. Ο συνυπολογισμός δεν αποτελεί εξαίρεση των γενικών κανόνων του δικαίου της αποζημιώσεως, αλλά εφαρμογή αυτών. Αποτελεί απλώς μια εκδήλωση του σωστού τρόπου με τον οποίο θα βρεθεί το ύψος της ζημίας. … Εννοείται ότι όσα λέχθηκαν αναφέρονται μόνο στην περιουσιακή ζημία. Μόνο σε αυτή νοείται συνυπολογισμός.»

Στο πλαίσιο λοιπόν που διαγράφεται από τα παραπάνω, το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε είναι: πότε ένα κέρδος, μια ωφέλεια, που πράγματι περιέρχεται στην οικονομική σφαίρα του ζημιωθέντος, είναι αφαιρετέο ή όχι από την υποχρέωση του υπαίτιου σε αποζημίωση; «Προκύπτει λοιπόν μια κρίσιμη διάκριση ανάμεσα (α) αφενός στα κέρδη του ζημιωθέντος που επέρχονται σαν αυτόματη, συνήθως άμεση, συνέπεια του ζημιογόνου γεγονότος και συνίστανται τις περισσότερες φορές σε ένα πραγματικό γεγονός και (β) αφετέρου σε εκείνα που στηρίζονται είτε σε σύμβαση ή άλλη οικειοθελή παροχή προς τον ζημιωθέντα είτε σε παροχή προς αυτόν που επιβάλει ειδικά ο νόμος, δηλαδή στα κέρδη που απορρέουν από ένα ιδιαίτερο νομικό γεγονός, το οποίο προβλέπεται από το δίκαιο για την ικανοποίηση ίδιων σκοπών. Στην (α) περίπτωση, όπου άλλωστε λείπει άλλος νομικά κρίσιμος σκοπός, ανεξάρτητα από εκείνον του δικαίου της αποζημιώσεως, θα εφαρμοστούν χωρίς περιορισμό οι αρχές του δικαίου αυτού.

Έτσι, σύμφωνα με τη θεωρία της διαφοράς, … τα κέρδη θα συνυπολογιστούν για να βρεθεί το ύψος της πραγματικής ζημίας. Στη (β) περίπτωση είναι ευνόητο ότι πρέπει να εκτιμηθεί και ο σκοπός της συμβάσεως ή της ειδικής διατάξεως του νόμου που προβλέπει την παροχή προς τον ζημιωθέντα, δηλαδή το κέρδος αυτού.». «Το αποφασιστικό λοιπόν κριτήριο για το συνυπολογισμό ζημίας και κέρδους του ζημιωθέντος είναι, αν η παροχή από την οποία προέρχεται το κέρδος, είτε αυτό στηρίζεται στη σύμβαση είτε στο νόμο, εξυπηρετεί ίδιο σκοπό.

Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει συνήθως, όταν το κέρδος του ζημιωθέντος είναι άμεση συνέπεια του ζημιογόνου γεγονότος, για την οποία δε μεσολάβησε δραστηριότητα του ζημιωθέντος ή τρίτου, αλλά, το πολύ, περαιτέρω ενέργεια αυτού του ζημιώσαντος. Με το κέρδος αυτό δεν επιδιώκεται αυτοτελής σκοπός, ανεξάρτητος από εκείνον του δικαίου της αποζημιώσεως. Εδώ επομένως πρόκειται για κέρδη που αποτελούν απλά κονδύλια, συνυπολογιζόμενα στη ζημία, δηλαδή αφαιρούμενα από αυτήν. Αντίθετα, αν η ωφέλεια στηρίζεται σε αυτοτελή παροχή, με την οποία επιδιώκεται ίδιος σκοπός, η λύση δεν θα βρεθεί μόνο στο δίκαιο της αποζημιώσεως, αλλά θα ληφθεί υπόψη και ο σκοπός αυτός και θα εξεταστεί ο κατά την οικεία σύμβαση ή διάταξη νόμου λόγος κτήσεως της ωφέλειας. Έτσι αυτή δεν θα συνυπολογιστεί στη ζημία, όταν (α) στηρίζεται σε αυτοτελή λόγο κτήσεως και (β) ο λόγος αυτός προβλέπεται υπέρ του ζημιωθέντος. Αυτοτελείς λόγοι κτήσεως είναι βασικά τρεις: α) η δραστηριότητα αυτού του ζημιωθέντος και μάλιστα η αυτόνομη και όχι εκείνη που είναι συνέπεια της υποχρεώσεώς του να περιορίσει την έκταση της ζημίας, β) η οικειοθελής ή υποχρεωτική, βάσει νόμου ή συμβάσεως, παροχή τρίτου, που αποβλέπει στην ενίσχυση του ζημιωθέντος και γ) απ’ ευθείας διάταξη νόμου, που αναγνωρίζει στο ζημιωθέντα την ωφέλεια ανεξάρτητα και παράλληλα, άρα και σωρευτικά, με τη ζημία.». Στην εξεταζόμενη περίπτωσή μας, το ποσό των τιμολογίων για την αγορά των ανταλλακτικών και την αμοιβή των τεχνιτών, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, κατ’ αρχάς συνιστά τη ζημία του παθόντα. Αυτός θα συμψηφίσει το ποσό του ΦΠΑ με το προς απόδοση φόρο του, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατά την εκάστοτε ισχύουσα φορολογική νομοθεσία.

Το τελευταίο αποτελεί δική του ενέργεια (κι όχι τρίτου), η οποία όμως δεν εντάσσεται στα πλαίσια του περιορισμού της ζημίας. Επιπλέον να τονισθεί ότι ουδεμία διάταξη νόμου προβλέπει να συμψηφίζεται ο ΦΠΑ της ζημίας μόνον ή ειδικά στην περίπτωση αποζημίωσης από αδικοπραξία «για να περιοριστεί η έκταση της ζημίας», ώστε να θεωρηθεί ότι το επιτευχθέν κέρδος συνέχεται με τη ζημία ως «αυτόματη και άμεση συνέπεια του ζημιογόνου γεγονότος».

Τουναντίον η διάταξη του νόμου, που επιβάλλει την απόδοση του ΦΠΑ, ενδεχομένως δε και υπό προϋποθέσεις τον συμψηφισμό του, απορρέει από το ιδιαίτερο νομοθετικό πλαίσιο του Φορολογικού εν γένει Δικαίου, το οποίο υπηρετεί «ίδιο σκοπό», δηλαδή την είσπραξη των θεσμοθετημένων φόρων, γεγονός που κείται πέραν και ανεξαρτήτως της επίδικης ζημίας. Δηλαδή ο τυχόν συμψηφισμός του ΦΠΑ συναρτάται αφ’ ενός με διάταξη νόμου και αφ’ ετέρου με αυτόνομες ενέργειες του ζημιωθέντα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί κέρδος που, κατά τα παραπάνω, έχει επέλθει «αυτόματα, συνήθως άμεσα, συνεπεία του ζημιογόνου γεγονότος». Έτσι λοιπόν ο συμψηφισμός του ΦΠΑ της ζημίας από το σε καθεστώς ΦΠΑ πρόσωπο/ζημιωθέντα αποτελεί ωφέλεια (κέρδος), που στηρίζεται σε αυτοτελή λόγο κτήσης, προβλέπεται δε και εξαρτάται από το νόμο εξ αιτίας ακριβώς της προγενέστερης επαγγελματικής του δραστηριότητας· δραστηριότητα, η οποία είναι αυτόνομη και όχι μόνον δεν υπαγορεύεται/συνέχεται με την ένδικη ζημία, αλλά τουναντίον χάριν αυτής αναγνωρίζεται «ωφέλεια» στο ζημιωθέντα απ’ ευθείας από το νόμο, υπηρετώντας «ίδιο σκοπό». Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να συνυπολογίζεται/αφαιρείται ως κέρδος κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσής του. Η αντίθετη άποψη προσκρούει κατά βάση στην γενική αρχή της πλήρους αποζημίωσης του άρθρου 914 ΑΚ και των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, τα οποία εφαρμόζονται εν προκειμένω, κατά τα μόλις προεκτεθέντα. Επιπλέον δε, σε περίπτωση μη επιδίκασης του ΦΠΑ, η θέση του υπόχρεου σε αποζημίωση θα καθίστατο ευνοϊκότερη, κάτι που αποκρούεται από τη θεωρία και τη νομολογία, που είναι προσηλωμένες στη νομοθετική αρχή της πλήρους αποζημιώσεως, κατά το άρθρο 914 ΑΚ.

Τέλος, η κατά τα παραπάνω μη επιδίκαση του ΦΠΑ της ζημίας αναμφισβήτητα θα δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που εκ πρώτης όψεως φαίνονται, διότι τότε θα έπρεπε να αφαιρεθεί από τη ζημία, ως κέρδος, και η διαφορά του φόρου εισοδήματος που αναμφίβολα θα προκύψει ως αποτέλεσμα του μειωμένου κατά το ποσό της ζημίας (τιμολόγια, έξοδα ιατροφαρμακευτικής δαπάνης κ.λπ.) εισοδήματος του ζημιωθέντος. Έτσι όμως, πριν από την άσκηση της αγωγής, θα χρειάζονταν να μεσολαβεί ειδική (ανα)λογιστική μελέτη προκειμένου να διακριβώνεται το ακριβές ποσό της ζημίας· όλα αυτά δεν θα επηρέαζαν απλώς την ουσιαστική βασιμότητα του κονδυλίου της ζημίας, αλλά πολύ περισσότερο θα ήγειραν και ζητήματα αοριστίας της αγωγής! Αλλά επιπλέον η μη επιδίκαση του ΦΠΑ θα προκαλούσε και ένα ακόμη πιο ενδιαφέρον ερώτημα: εάν ο υπόχρεος σε καθεστώς ΦΠΑ ενάγων δεν έχει επισκευάσει το όχημά του, τότε άραγε ο ΦΠΑ της ζημίας του θα είναι επιδικαστέος, κατά τα υποστηριζόμενα στην παρ. Ι, ή όχι; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η νομική επιστήμη είναι πληκτική!

Συμπεράσματα

Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι δεν υφίσταται κάποιος ικανός λόγος που να αποτρέπει την απόδοση του ΦΠΑ, ως μέρος της συνολικής ζημίας. Αντίθετα, η μη επιδίκασή του αντιστρατεύεται την αρχή της πλήρους αποζημιώσεως, όπως αυτή διαγράφεται στα πλαίσια του συνυπολογισμού ζημίας – κέρδους, που διατρέχει το δίκαιο της αποζημιώσεως· και σε αυτήν ακριβώς την αρχή βρίσκει έρεισμα η επιδίκασή του.

Η αντίθετη θέση είναι βέβαιο ότι επιπλέον θα έστελνε εσφαλμένο μήνυμα στην κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση η Δικαιοσύνη επιτελεί την κοινωνική της αποστολή και αναδεικνύει τον παιδευτικό της χαρακτήρα μέσα στις κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, που με τη σειρά τους επηρεάζουν την κοινωνική θέσμιση.

Η μη καταβολή φόρων, και δη του ΦΠΑ, μπορεί να αποτελούσε μια αγαπημένη κοινωνική συνήθεια, την οποία οι ελίτ της χώρας ασμένως συνεπικουρούσαν και που οι ολέθριες συνέπειές της συνοψίζονται στη λέξη «πτώχευση», όπου περιήλθαμε ως χώρα (τουλάχιστον), ωστόσο η άποψη που δεν επιδικάζει τον ΦΠΑ της ήδη γεγενημένης, προβλεπτής και αποτιμητής μελλοντικής ζημίας δεν μπορεί σήμερα να διατρέχεται από την κοινωνικά παρωχημένη πλέον αντίληψη ότι ο πολίτης δεν θα επιδιώξει την έκδοση τιμολογίων και αποδείξεων και συνεπώς δεν θα τον καταβάλει, καθιστάμενος έτσι πλουσιότερος κατά το ποσό αυτού, τη στιγμή που η ίδια η Δικαιοσύνη αναγνωρίζει στην μη καταβολή του ποινικό αδίκημα!

Η θέση αυτή, εάν δε συνιστά έμμεση πλην σαφή παρότρυνση προς το διάδικο – πολίτη να παρανομήσει, οπωσδήποτε διασπά ανεπίτρεπτα την αρχή της πλήρους αποζημιώσεως του άρθρου 914 ΑΚ, θεμέλιου του δικαίου αποζημιώσεως. Αποτελεί δε συγχρόνως την αντιστροφή τής – εξίσου παρωχημένης κοινωνικά και κατακριτέας από κάθε άποψη – νομολογίας, που δειλά έκανε την εμφάνισή της στα τέλη της δεκαετίας του ’80 – αρχές του ’90 και επιδίκαζε το φακελάκι του ιατρού ως φιλοδώρημα, επειδή αυτό αποτελούσε «έξοδο χωρίς απόδειξη, εν όψει των διδαγμάτων της κοινής πείρας»!

Ο παιδευτικός χαρακτήρας της Δικαιοσύνης στο κοινωνικό πεδίο και ο ρόλος αυτής ως θεσμικού πυλώνα της Δημοκρατίας δε συνάδει με καμμία από τις παραπάνω θέσεις.

Πηγή: Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου